- εύσπλαχνος
- εύσπλαχνος , -η, -οсострадательный, милосердный, сочувствующий:
ο εύσπλαχνος Θεός — милосердный Господь
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ο εύσπλαχνος Θεός — милосердный Господь
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
εύσπλαχνος — η, ο αυτός που κινείται από συμπόνια, αγαθοεργός, ελεήμονας (αντίθ. άσπλαχνος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύσπλαγχνος — και εύσπλαχνος και έσπλαχνος, η, ο (ΑΜ εὔσπλαγχνος, ον, Μ και εὔσπλαγχνος, ον) γεμάτος ευσπλαγχνία, πονόψυχος, φιλάνθρωπος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔσπλαγχνον η ευσπλαγχνία, το έλεος. επίρρ... ευσπλάγχνως (ΑΜ εὐσπλάγχνως) ευσπλαγχνικά, με… … Dictionary of Greek
αγαπησ(ι)άρης — (ι)άρα, (ι)άρικο 1. φιλόστοργος, εύσπλαχνος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτύλος, φιλήδονος, ερωτιάρης 3. αυτός που προκαλεί την αγάπη, που αγαπιέται εύκολα, ο αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπησα, αόρ. τού ρ. αγαπώ + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνής — εὐσπλαγχνής, ὁ (Μ) ο εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τ. εύσπλαγχνος κατά τα πολλά επίθετα σε ης] … Dictionary of Greek
λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με … Dictionary of Greek
μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] … Dictionary of Greek